αγλύκαντος

αγλύκαντος
αγλύκαστος, η , ο прям. , перен. горький;

αγλύκαντη ζωή — горькая жизнь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγλύκαντος" в других словарях:

  • αγλύκαντος — και αστος, η, ο 1. αυτός που δεν γλυκάθηκε ή δεν είναι γλυκός, άγλυκος, πικρός 2. αυτός που δεν ευχαριστιέται ή δεν ευχαριστήθηκε, πικραμένος, δυστυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γλυκαντός < γλυκαίνω, όπως το απίκραντος < πικραίνω) το αγλύκαστος… …   Dictionary of Greek

  • αγλύκαντος — η, ο εκείνος που δε γλυκάθηκε, που στερήθηκε τη χαρά, ο πικραμένος: Πέρασε μια ζωή αγλύκαντη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγλύκιαστος — η, ο ο αγλύκαντος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *γλυκιαστός < *γλυκιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αγλύκιστος — η, ο ο αγλύκαντος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *γλυκιστός < γλυκίζω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»